- πρωτοβγάζω
- πρωτόβγαλα, πρωτοβγήκα, πρωτοβγαλμένος1. βγάζω κάτι για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτοβγάλαμε κεράσια.2. βγάζω κάτι πρώτος: Αυτός πρωτόβγαλε το ψέμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.